αζορίτης

αζορίτης
Τανταλικό άλας του ασβεστίου με χημικό τύπο CaTa2O6, που συναντάται στις Αζόρες, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του.
* * *
(azorite), ο (Ορυκτ.)
τανταλικό άλας τού ασβεστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azorite < azor- (< Azores, συστάδα νήσων) + -ite (πρβλ. -ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”